απροβλεψία

απροβλεψία
η непредвиденность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απροβλεψία" в других словарях:

  • απροβλεψία — η έλλειψη προβλεπτικότητας, απρονοησία …   Dictionary of Greek

  • απρόβλεπτος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν πρόβλεψε ή δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς: Την περασμένη βδομάδα είχαμε απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις. Ουσ. απροβλεψία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»